δρολάπι

δρολάπι
το
δρόλαπας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δρόλαπας — ο και δρολάπι, το ραγδαία βροχή με παγωμένο άνεμο, ανεμοβρόχι, θύελλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *δρολαιλάπι με απλολογία (πρβλ. αμφιφορεύς αμφορεύς) < *υδρολαιλάπιον, υποκορ. τού υδρολαίλαψ] …   Dictionary of Greek

  • υδρολαίλαπας — ο λεπτή βροχή με δυνατό άνεμο, δρόλαπας, δρολάπι, ανεμόβροχο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”